αλλοτριώνω — αλλοτριώνω, αλλοτρίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ … Dictionary of Greek
αναλλοτρίωτος — η, ο 1. αυτός που δεν αλλοτριώθηκε ή δεν επιδέχεται αλλοτρίωση 2. ο αναπαλλοτρίωτος* 3. μτφ. αυτός που δεν μεταβάλλεται στη φύση του «αναλλοτρίωτη συνείδηση», «αναλλοτρίωτο άτομο». [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αλλοτριώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 … Dictionary of Greek
εξοικειώνω — (AM ἐξοικειῶ, όω) καθιστώ κάποιον οικείο με κάποιον άλλο ή με κάτι, τόν συνηθίζω σε κάτι («εξοικειώθηκε γρήγορα με τα ήθη τού τόπου») αρχ. μσν. 1. μέσ. γίνομαι φίλος, συμφιλιώνομαι («κολακευόντων ὁμόρους... καὶ ἅμα ἐξοικειουμένων», Στράβ.) 2.… … Dictionary of Greek
συναλλοτριώ — όω, ΜΑ [ἀλλοτριῶ] αλλοτριώνω, αποξενώνω κάτι από κάτι άλλο ταυτόχρονα («ὁ τῆς ἀγαθῆς οὐσίας ἀμέτοχος καὶ τῆς τοῡ ἀγαθοῡ ἐπωνυμίας συναλλοτριοῡται», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek